- τοίῃ
- τοῖοςsuchfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοίη — τοῖος such fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίηπερ — τοίη , τοῖος such fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dimitris Liantinis — (born 23 July 1942, in Greek: Δημήτρης Λιαντίνης, also transliterated as Dimitris Liadinis) was a Greek philosopher, writer and Deputy professor of Philosophy in the areas of Education of Ancient and New Greek Literature at the University of… … Wikipedia
CAPSI — in Ludo Latrunculorum, loculi sunt lineis distincti, in quibus calculi statuuntur, alias carceres, et mandrae, et septa, Graece χαρακώματα. In Tesserarum lusu, lineae sic dicuntur et scripta, per quae calculi currunt, κάσοι, pro κάψοι, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
ZEUXIS — Heracleotes, pictor suâ aetate, nempe Olympiad. 78. maximus. qui, teste Plin. l. 35. c. 9. tantas opes acquisivit, ut in ostentatione earum Olympiae, aureis literis in palliorum tesseris intextum nomen suum ostentârit. Potea donare opera sua.… … Hofmann J. Lexicon universale
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
επίρροθος — ἐπίρροθος, ον (Α) [ρόθος] 1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.) 2. προστάτης, προστατευτικός 3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει 4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός 5. επίμεμπτος,… … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
τοίος — οία, ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α (δεικτ. αντων.) 1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῑος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.) 2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως)… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek